νεουργώ

νεουργώ
νεουργῶ, -έω (ΑΜ) [νεουργός (Ι)]
1. επεξεργάζομαι εκ νέου, ανακαινίζω
2. μτφ. αναδημιουργώ, ανανεώνω («ὁ Ῥωμανοῡ παις... κρεῑττον νεουργεῑ τῆς πάλαι θεωρίας», Ανθ. Παλ.)
μσν.
1. κτίζω κάτι καινούργιο
2. καλλιεργώ αγροτική έκταση που έχει μείνει για κάποιο χρονικό διάστημα ακαλλιέργητη προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να προετοιμαστεί για νέα σπορά
3. διατηρώ στη μνήμη
4. ανακαινίζω πνευματικά, αναγεννώ
αρχ.
εφευρίσκω νέα πράγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεουργῷ — νεουργός newmade masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεούργημα — νεούργημα, τὸ (Μ) [νεουργώ] νέο έργο, καινοτομία, νεωτερισμός …   Dictionary of Greek

  • νεούργητος — νεούργητος, ον (Α) [νεουργώ] αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”